δαιμονοβλαβεια

δαιμονοβλαβεια
    δαιμονοβλάβεια
    δαιμονο-βλάβεια
    ἥ ниспосланное богами безумие Polyb.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "δαιμονοβλαβεια" в других словарях:

  • δαιμονοβλάβεια — δαιμονοβλάβεια, η (Α) φρενοβλάβεια σταλμένη από θεία δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαίμων ( ονος) + βλάβεια βλαβής < βλάβη (πρβλ. σωματοβλάβεια)] …   Dictionary of Greek

  • δαιμονοβλάβειαν — δαιμονοβλάβεια heaven sent visitation fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαίμονας — ο (θηλ. δαιμόνισσα, η) (AM δαίμων, ο Α θηλ. δαίμων, η και δαιμονίς, η) πονηρό πνεύμα, διάβολος νεοελλ. 1. (για ανθρώπους) έξυπνος αλλά καταχθόνιος 2. (σε αναφώνηση οργής ή εκπλήξεως) «τί δαίμονα!», «να πάρει ο δαίμονας!» 3. δαίμων ο αστέρας β τού …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»